-
1 πρηνή
πρηνήςwith the face downwards: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric ionic)πρηνήςwith the face downwards: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)πρηνήςwith the face downwards: masc /fem acc sg (attic epic doric ionic) -
2 πρηνῆ
πρηνήςwith the face downwards: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric ionic)πρηνήςwith the face downwards: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)πρηνήςwith the face downwards: masc /fem acc sg (attic epic doric ionic) -
3 πρηνής
πρηνής, ές, dor. u. att. πρᾱνής (πρό), pronus, vorwärts geneigt, kopfüber; ἐκ δίφροιο ἐξεκυλίσϑη πρηνὴς ἐν κονίῃσιν ἐπὶ στόμα, Il. 6, 43 (vgl. Hes. Sc. 365); ἑταῖροι ἐν κονίῃσιν ὀδὰξ λαζοίατο γαῖαν, 2, 418; ἤριπε δὲ πρηνής, 5, 58; κάππεσε u. ä. oft; Ggstz ὕπτιοι, 11, 179; auch πρίν με κατὰ πρηνὲς βαλέειν Πριάμοιο μέλαϑρον, 2, 414; Eur. Rhes. 797; Hippocr. u. in sp. Prosa, wie N. T.; Ath. X, 447 b sagt von den Betrunkenen ἐπὶ πάντα τὰ μέρη πίπτουσι, καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ ἀριστερὰ καὶ δεξιά, καὶ πρηνεῖς καὶ ὕπτιοι, u. Plut. Symp. 5, 6 von Würfeln ἀστράγαλοι ὀρϑοὶ πίπτοντες ἢ πρηνεῖς; – τὰ πρηνῆ sind, vom aufrechten Stande des Menschen gebraucht, die vorderen Theile, im Ggstz von ὕπτιος, vom horizontalen Stande der Thiere gebraucht, die unteren, vgl. Schneid. Arist. H. A. 2, 2, 6. 4, 1, 7. – Von Hügeln u. Anhöhen, abschüssig; Xen. Hipp. 8, 6; Theophr. u. Sp.; κατὰ πρανοῠς, Xen. An. 1, 5, 8. 4, 8, 28; Ggstz von ὄρϑιος, Cyr. 2, 2, 24.
-
4 плашмя
επίρ.σε όλη την επιφάνεια (κατά την υπτία ή πρηνή θέση), πλάκα. -
5 ὕπτιος
A laid on one's back, freq. in Hom., esp. of one falling backwards, opp.πρηνής, πολλοὶ δὲ πρηνεῖς τε καὶ ὕπτιοι ἔκπεσον Il.11.179
;ὁ δ' ὕ. ἐν κονίῃσι.. πέσε 15.434
, cf. 4.522, al., S.OT 811;τὸν δ' ὕ. ὦσ' ἀπὸ δουρός Il.16.863
; ἄλλοτ' ἐπὶ πλευρὰς κατακείμενος, ἄλλοτε δ' αὖτε ὕ., ἄλλοτε δὲ πρηνής, of Achilles in his grief, 24.11; ὕ. ἀποθανέειν to die lying on one's back, Hdt.4.190;ῥέγκει.. ὕ. Ar.Eq. 104
;ὕπτιον καθεύδειν οὐδενὶ βέλτιόν ἐστιν Diocl. Fr.141
;κατεκλίνη ὕ. Pl.Phd. 117e
, cf. Sor.2.87, al., Gal.18(2).56, al.;ὑ. ἀνατετραμμένος Pl.Euthd. 278c
; of a quadruped, ὀρθοῦ ἑστεῶτος.. καὶ ὑπτίου standing upright and lying on its back, Hdt.2.38, cf. AP5.202 (Asclep.).II ὕ. μέρη, in animals, the under parts, i.e. the belly, opp. τὰ πρανῆ (the upper parts, the back), Arist. PA 658a16, al., cf.πρανής 11
: hence Thphr.HP1.10.2, 3.14.2 uses ὕπτιος of the smoother upper surface of leaves, opp. πρανής of the rougher and under: γαστὴρ ὑ. the belly uppermost, E.Cyc. 326; of the hand, ἐκτείνειν τὴν χεῖρ' ὑ. to hold out the hand with the under side uppermost, to hold out the hollow of the hand, so as to receive something, Ar.Ec. 782;τὴν χεῖρα νῦν μὲν ὑ., νῦν δὲ πρηνῆ προτείνας Plu.Tim.11
;τῆς χειρὸς ὑ. τὸ μέσον Id.Crass.18
;ὑ. ταῖς χερσὶν ὑποδέχεσθαί τι Philostr.Im.1.6
;ἐδέξαντο ὑπτίαις χερσὶ τὸν τῶν πολεμίων στρατόν Procop.Goth.3.16.19
;οὐλὴ καρπῷ δεξιῷ ὑπτίῳ PLond. 2.259.81
(i A. D.); also ὑ. τὰς χεῖρας ἀνατείνειν lift the upturned hands in prayers, Plu.Comp.Phil.Flam.2, cf. Philostr.Im.2.1;ταῖς χερσὶν ὑπτίαις διαλέγεσθαι D.Chr.33.52
; ἐξ ὑπτίας νεῖν swim or float on one's back, Ar.Fr. 665, Pl.R. 529c.III generally, of anything turned downside up, πάλος ἐξ ὑπτίου 'πήδησεν.. κράνους from the upturned helmet, with the hollow uppermost, A.Th. 459 (cf. Il.7.176); παράθες νυν ὑ. αὐτὴν ἐμοί (sc. τὴν ἀσπίδα) Ar.Ach. 583, cf. Lys. 185, Th.7.82; ἁψῖδος ἥμισυ ὕπτιον a half-wheel with the concave side uppermost, Hdt.4.72; but κύλιξ ὑ. a cup with the bottom uppermost, Ar.Lys. 195; ὑπτίοις σέλμασιν ναυτίλλεται he sails with the benches upside down, i.e. suffers shipwreck, S.Ant. 716;κεῖσθαι ὥσπερ γάμμα ὕ. X.Oec.19.9
;σχαλίδες Id.Cyn.6.7
; περιφέρεια κοίλη καὶ ὑ., opp. πρηνὴς καὶ κυρτή, Arist.Mete. 350a11.2 ἐξ ὑπτίας ἀνάπαλιν διανεῖν τὸν λόγον trace the argument backwards from the conclusion, Pl.Phdr. 264a, cf. Herm. in Phdr.p.187A.; ἐξ ὑπτίας backwards, in reverse order,ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἐπὶ τὰ πρῶτα ἐπανιόντες Dam.Pr.81
;ἐξ ὑπτίας χωροῦντες Procl.Hyp.7.57
.IV of land, flat, horizontal, Hdt.2.7, Thphr.CP5.12.7, App.BC4.2, Mith.42, Ael.NA16.15, Plu. 2.193e, 530a;ἐν ὑπτίῳ τοῦ ὄρους Paus.8.13.1
; ὕ. μᾶλλον ἢ ὄρθιος, of a flight of shallow steps, Luc.Hipp.5; of the sea, smooth, Philostr. Im.2.17, Lib.Descr.7.5.V metaph., supine, lazy, careless, Aristid. Or.31(11).5, Id.2.112J., Poll.1.158, etc.; ἔστω.. μὴ ὕ. ὁ τράχηλος his neck should not be relaxed, Zeno Stoic.1.58;δεῖ αὐτῷ καὶ αὐχένος ὀρθοῦ καὶ βλέμματος οὐχ ὑπτίου Lib.Or.64.103
;προσφέρομαι τῶν αὐστηρῶν τι.. ὅταν αἴσθωμαί ποθ' ὕ. [τὸν στόμαχον] γεγονότα καὶ πλησίον ἥκοντα ναυτίας Gal.6.601
, cf. 15.460; of language, flat, tedious, D.H.Isoc. 15, Din.8, Hermog.Stat.3, etc. Adv., ὑπτίως ἔχειν to be flat and dull, Ph.1.305;ὑ. καὶ οὐ ποιητικῶς ᾖσεν Philostr.Her.2.19
. -
6 πρηνής
См. также в других словарях:
πρηνῆ — πρηνής with the face downwards neut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic) πρηνής with the face downwards masc/fem/neut nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) πρηνής with the face downwards masc/fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολύμβηση — Σύνολο κινήσεων, που επιτρέπει τη μετακίνηση και την επιλογή κατεύθυνσης μέσα στο νερό, τόσο στην επιφάνεια όσο και σε κατάδυση. Με την καθιέρωση ειδικών στιλ η κ. εξελίχθηκε σε αθλητική δραστηριότητα. Η τεχνική της κ. υποδιαιρείται ανάλογα με τα … Dictionary of Greek
Prenoceratops — Taxobox name = Prenoceratops fossil range = fossil range|83|74(Late Creatceous) image width = 200px image caption = regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Sauropsida superordo = Dinosauria ordo = Ornithischia infraordo = Ceratopsia familia … Wikipedia
Prenoceratops — Saltar a navegación, búsqueda ? Prenoceratops Rango fósil: Cretácico superior … Wikipedia Español
ιλαδόν — ἰλαδόν και ἰληδόν (Α) επίρρ. 1. κατά ίλες, σε ίλες 2. άφθονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + κατάλ. τροπ. επιρρ. δον (πρβλ. αναφαν δόν, πρηνη δόν). Ο τ. ἰλαδόν ήταν πιο εύχρηστος για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
καταπίστομα — επίρρ. με το στόμα προς τη γη, μπρούμυτα, κατά τρόπο πρηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀπίστομα (< φρ. ἐπὶ στόμα)] … Dictionary of Greek
κλαγγηδόν — (AM, Α και κλαγγόν) επίρρ. με κλαγγή, με κρωγμό («ἔνθα καὶ ἔνθα ποιῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσσιν, κλαγγηδόν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαγγή + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. οκλα δόν, πρηνη δόν] … Dictionary of Greek
κορμηδόν — (Α) επίρρ. σαν κορμός («οὓς κορμηδὸν κειμένους... ὑπὸ τοὺς μηροὺς ἀνέτεμνον», Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + συνδετικό φωνήεν η + επιρρμ. κατάλ. δόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. πρηνη δόν, στοιχη δόν)] … Dictionary of Greek
κοχλαδόν — (Α) επίρρ. με φυσαλλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλάζω + επιρρμ. κατάλ. δόν, δηλωτική τού τρόπου (πρβλ. αμοιβα δόν, πρηνη δόν)] … Dictionary of Greek
κυματηδόν — (Μ) όπως τα κύματα, σαν κύμα, κυματοειδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, δηλωτική τού τρόπου, κατά το πρηνη δόν (πρβλ. σωρη δόν, βαθμη δόν)] … Dictionary of Greek
πρηνηδόν — ΝΜ επίρρ. 1. σε στάση πρηνή, με το πρόσωπο προς το έδαφος, μπρούμυτα 2. φρ. «θέση ή στάση πρηνηδόν» στρ. μια από τις τρεις θεμελιώδεις θέσεις τού στρατιώτη που πυροβολεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρηνής + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek